Μέσα στους τάφους κατοικώ
Mόνο οι νεκροί μ' ακούνε
Εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου
Ανίδεοι και οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε
Oργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου
Κανένα δε ζηλοφθονώ
Η οδύνη τι με νοιάζει,
Τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια
Αρκεί μόνο που όσες φορές το χέρι μου σε αδράζει
Ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ω λύρα μου απολλώνια.
Σκοτάδι μες στην καρδιά του Xειμώνα!
Όταν φτασμένη απάνω στον ορίζοντα θα ιδείς
Μίση να φεύγουν, οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα
Μάταιη ψυχή στην ατονία εσπέρας του Χειμώνα,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
Την ώρα που σαν λύτρωση κάτι θα καρτερείς
Φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη